Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

"Οι σημαίες"

Στα εγκαίνια της έκθεσης «Τον καιρό των Ελλήνων.

Έλληνες εικονογράφοι των αρχών του 20ου αιώνα σχεδιάζουν την Ελληνική επανάσταση».


παρουσιάζω τη περφόρμανς με τίτλο: «οι σημαίες».
Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου στις 7.30 μ.μ.

ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
Διεύθυνση: Μαρίνου Αντύπα 18, 141 21, Ν. Ηράκλειο, Τηλ.: 210 2719744





Σηκώθηκε µία επαναστατική σηµαία η οποία είχε µαύρο σταυρό πάνω σε κυανό φόντο.










να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο
 ανίσως μελετάτε
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!"».





Μικρή κι αδύναμη η πανέμορφη Αγγέλικα υπόμενε καρτερικά την υποδούλωσή της στον Κόντε. Ντροπιασμένη κατοικούσε στο σπιτικό του γευόμενη τα πλούτη του καθώς κι η οικογένεια που τη έδωκε.

Τον πόναγε από μικρόν τον ποιητή να νοιώθει τα όσα ένοιωθε η μάννα του.

Αργότερα δέσμιος της φήμης του, ως μεγάλου ποιητή ανεβασμένου στο βάθρο του ημίθεου, δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Όδευε προς την Άβυσσο. Έπλεκε μέχρι τέλους τον ρόλο του Άτεγκτου που ύφανε για τον εαυτό του. Εξ΄άλλου ήξερε πως πάντα επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου…

….έστω κι αν μέσα του υπήρχε η πληγή του αδύναμου, του μπάσταρδου…

Στο ποτό και στο όπιο επιζητούσε την παρηγοριά, κυρίως την λήθη. Στη συντροφιά των χαριτωμένων νεαρών Εγγλέζων που ήταν αλλιώτικοι από τους άξεστους ντόπιους Κερκυραίους. Σ΄αυτούς τους ευγενείς, επιζητούσε την αναγνώριση , χωρίς το εμπόδιο του κοινωνικού στίγματος.

Στη ποιητική δημιουργία αναζητούσε  τον αληθινό εαυτό του. Μέσα απ΄την υπέρτατη αυτή τέχνη πάσχιζε ενστικτωδώς να θεραπεύσει τις αόρατες πληγές που έσερνε μέσα του από μικρό παιδί.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν ζει καλά κανείς παρά μόνος. Από μικρό παιδί πάντα μου έκανε εντύπωση ο κουτσός εκείνος θεός, που τονε πέταξε κάτω απ΄τον ουρανό η μητέρα του, και που καθόταν στον βυθό της θάλασσας και δούλευε χωρίς κανείς να τον βλέπει και χωρίς ν΄ακούει γύρω απ΄τη σπηλιά του τίποτ΄ άλλο έξω από τη βοή του απέραντου Ωκεανού…»



Σύνθεση κειμένου, παραγωγή: Κατερίνα Αθανασίου
Μέρη του κειμένου αντιγράφησαν από το βιβλίο της Ελένης Κεκροπούλου: «Αγγέλικα η μαντενούτα» , την ευχαριστώ.



Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα
 ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου
 πεί.

'
Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί
 τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής!
 Παρηγορία
μόνη
 σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία
και
 διηγώντας τα να κλαις.

Και
 ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα
 εκτύπαε τ' άλλο χέρι 
από την
 απελπισιά,

Κι
 έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και
 αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες,
 άλυσες, φωνές.

Τότε
 εσήκωνες το βλέμμα
μες στα
 κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα
 αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν
 είν' εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία
 τες κουρταλεί.

'
Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση
 καμμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

΄
Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού
 εχαίροντο πολύ,
«σύρε
 νά 'βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα
 σού ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που
 θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε,
 Ελευθεριά
!

Ποτέ δεν επέτρεψε στη μητέρα του, που ορκίσθηκε ενώπιον θεού κι ανθρώπων, για την αθωότητά της,  να απαλλαγεί από τη ντροπή, και να αναγνωρίσει τον τρίτο του αδερφό. Για να μη θιγεί το συμφέρον του, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και τη δύναμη που του είχε εξασφαλίσει το όνομά κι ο πλούτος  του πατέρα του, ο Conte.





Δυ­ι­στι­κή ο­ντο­λο­γί­α ση­μαί­νει ό­τι ο «κύριος» και ο « δούλος» α­ντι­δια­στέλ­λο­νται ό­χι ως ονό­μα­τα δύ­ο δια­κρι­τών ι­στο­ρι­κών δια­μορ­φώ­σε­ων του κοι­νού αν­θρώ­πι­νου υποστρώματος αλ­λά ως ξε­χω­ριστές αν­θρώ­πι­νες ρά­τσες, ό­τι η «κα­τά­φα­ση» και η «άρνηση» δεν εί­ναι δύ­ο ό­ψεις της ί­διας νο­η­μα­το­δο­τι­κής πρά­ξης αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κές και α­μοι­βαί­α α­ποκλειό­με­νες γραμ­μα­τι­κές, ό­τι οι «ε­νερ­γές» και οι «α­ντε­νερ­γές» δυ­νά­μεις δεν εί­ναι ει­δι­κές και ε­να­λλασ­σό­με­νες τρο­πές ε­νός ε­νιαί­ου και α­δια­φο­ρο­ποί­ητου μέ­σα στην α­πε­ρα­ντό­τη­τά του δυ­να­μι­σμού που ταυ­τί­ζε­ται με ό,τι α­πο­κα­λού­με φύ­ση, αλ­λά ξεχω­ρι­στές και ποιο­τι­κά α­ντι­δια­στελ­λό­με­νες ο­ντό­τη­τες μέσα στην ά­τε­γκτη ιε­ραρ­χί­α του πραγ­μα­τι­κού.